Suspensão στα ελληνικά
Μετάφραση: suspensão, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, διάλλειμα, ανάπαυλα, ανακοπή, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αντεπίθεση, παύση, σπάζω, σηκός, αναστολής, αιώρημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- suspeito στα ελληνικά - αναστέλλω, υποπτεύομαι, κρεμώ, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ...
- suspender στα ελληνικά - ανυψώνω, υψώνω, ασανσέρ, αναστέλλω, αναστηλώνω, μεγαλώνω, σηκώνω, ...
- suspensórios στα ελληνικά - υποψία, υπόνοια, τιράντες, σιδεράκια, στηρίγματα, άγκιστρα, αγκύλες
- suspirar στα ελληνικά - αναστενάζω, αναστεναγμός, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό, ανάσα
Τυχαίες λέξεις
Suspensão στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, διάλλειμα, ανάπαυλα, ανακοπή, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αντεπίθεση, παύση, σπάζω, σηκός, αναστολής, αιώρημα
Μεταφράσεις: σταματώ, διάλλειμα, ανάπαυλα, ανακοπή, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αντεπίθεση, παύση, σπάζω, σηκός, αναστολής, αιώρημα