Διάλειμμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intervalo, quebrar, rebentar, falha, romper, pausa, interromper, brecha, fenda, suspensão, partir, abrir, ruptura, rasgar, interrupção, intervalo de, intervalos, de intervalo, do intervalo
Διάλειμμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλειμμα

διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διάλειμμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διάκονος στα πορτογαλικά - diácono, deslumbrar, diáconos, o diácono
  • διάκριση στα πορτογαλικά - discriminação, discreto, a discriminação, discriminações, de discriminação, uma discriminação
  • διάλεκτος στα πορτογαλικά - dialeto, dialecto, dialect, dialeto de, de dialeto
  • διάλεξη στα πορτογαλικά - aula, palestra, conferência, leitura, lecture
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: intervalo, quebrar, rebentar, falha, romper, pausa, interromper, brecha, fenda, suspensão, partir, abrir, ruptura, rasgar, interrupção, intervalo de, intervalos, de intervalo, do intervalo