Διακοπή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pausar, pausa, padrão, suspensão, espera, interrupção, interrupções, a interrupção, interrupção de, interrupção do
Διακοπή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακοπή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα πορτογαλικά - ramo, filial, galho, ramificação, sucursal
  • διακοπές στα πορτογαλικά - féria, férias, furo, desocupar, feriado, feriados, Holidays, ...
  • διακοσμώ στα πορτογαλικά - adornar, enfeitar, ornamentar, decore, condecorar, ornar, decorar, ...
  • διακρίσεις στα πορτογαλικά - discriminação, discreto, a discriminação, discriminações, de discriminação, uma discriminação
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pausar, pausa, padrão, suspensão, espera, interrupção, interrupções, a interrupção, interrupção de, interrupção do