Ανακοπή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconto, abatimento, pausa, suspensão, falha, fracasso, insuficiência, falha de, falência
Ανακοπή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακοπή

ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανακοπή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανακοινώνω στα πορτογαλικά - noticiar, promulgar, anunciar, notificar, comunicar, se comunicar, comunicam, ...
  • ανακολουθία στα πορτογαλικά - inconsistência, incoerência, incompatibilidade, contradição, incongruência
  • ανακουφίζω στα πορτογαλικά - são, suavizar, render, economizar, salvar, aliviar, conforto, ...
  • ανακούφιση στα πορτογαλικά - servidão, alívio, relevo, alívio da, de alívio, o alívio
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desconto, abatimento, pausa, suspensão, falha, fracasso, insuficiência, falha de, falência