Διακόπτω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interrupção, interrogar, suspensão, espera, pausar, interromper, pausa, padrão, interrompa, interromper a, interrompem, interrompe
Διακόπτω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακόπτω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα πορτογαλικά - fogões, fogão, forno, alcance, flutuar, flutuam, variar, ...
  • διακόπτης στα πορτογαλικά - ignição, se, substituição, si, interruptor, suíço, comutador, ...
  • διακόρευση στα πορτογαλικά - diakorefsi
  • διακύμανση στα πορτογαλικά - flutuação, variação, de flutuação, flutuações, oscilação
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: interrupção, interrogar, suspensão, espera, pausar, interromper, pausa, padrão, interrompa, interromper a, interrompem, interrompe