Tergiversar στα ελληνικά
Μετάφραση: tergiversar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρος, τρίμηνο, διορία, αντιφάσκω, υπεκφεύγω
Μεταφράσεις
- terapia στα ελληνικά - εκεί, θεραπεία, θεραπείας, θεραπεία με, της θεραπείας, θεραπείας με
- terceira στα ελληνικά - τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων
- terminar στα ελληνικά - τελειώνω, ολοκληρώνω, περατώνω, λήγω, ολόκληρος, τέλος, τερματισμός, ...
- termine στα ελληνικά - ορολογία, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Τυχαίες λέξεις
Tergiversar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρος, τρίμηνο, διορία, αντιφάσκω, υπεκφεύγω
Μεταφράσεις: όρος, τρίμηνο, διορία, αντιφάσκω, υπεκφεύγω