Voto στα ελληνικά
Μετάφραση: voto, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, όρκος, ψηφίζω, ψήφος, τάζω, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- votar στα ελληνικά - όρκος, αφιερώνω, τάζω, ορκίζομαι, ψηφίζω, ψήφος, ψηφοφορία, ...
- votação στα ελληνικά - ψήφος, ψηφίζω, ψηφοφορία, ψήφου, ψηφοφορίας, ψήφου που, δικαίωμα ψήφου
- vulcão στα ελληνικά - ηφαίστειο, τρύπα, διέξοδος, καταιγισμός, ηφαιστείου, το ηφαίστειο, στο ηφαίστειο, ...
- vulgar στα ελληνικά - παρακρατώ, συνηθισμένος, απόθεμα, τετριμμένος, ανεπίσημος, κοινός, ξέγνοιαστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Voto στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, όρκος, ψηφίζω, ψήφος, τάζω, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, όρκος, ψηφίζω, ψήφος, τάζω, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου