Ψηφίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ψηφίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
votação, voto, votar, eleição, vomitar, escrutínio, vómito, votos, Número
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψηφίζω
ψηφίζω στερεά ελλάδα, ψηφίζω κρήτη, ψηφίζω στο εξωτερικό, ψηφίζω στερεά, ψηφίζω 2014, ψηφίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ψηφίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ψηλόλιγνος στα πορτογαλικά - desengonçado, desengonçada, desajeitado
- ψηλός στα πορτογαλικά - alto, alojar, recatar, elevado, albergar, replicar, eminente, ...
- ψηφίο στα πορτογαλικά - número, cifra, dígito, algarismo, digestão, dígitos, algarismos, ...
- ψηφιακός στα πορτογαλικά - digital, digitais, arte digital, digital de
Τυχαίες λέξεις
Ψηφίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: votação, voto, votar, eleição, vomitar, escrutínio, vómito, votos, Número
Μεταφράσεις: votação, voto, votar, eleição, vomitar, escrutínio, vómito, votos, Número