Înfăţişare στα ελληνικά

Μετάφραση: înfăţişare, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρουσίαση, σχέση, εμφάνιση, στάση, παρουσία, έδρανο, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
Înfăţişare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • înfometat στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
  • înfrângere στα ελληνικά - ήττα, την ήττα, ήττας, αναστολής, ήττα του
  • înger στα ελληνικά - άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
  • îngheţat στα ελληνικά - αρκτικός, πολικός, ψυχρός, αρκτική, παγωμένος, κατεψυγμένος, κατεψυγμένα, ...
Τυχαίες λέξεις
Înfăţişare στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρουσίαση, σχέση, εμφάνιση, στάση, παρουσία, έδρανο, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση