Abrupt στα ελληνικά
Μετάφραση: abrupt, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιφνίδιος, κοφτερός, οξυδερκής, κοφτός, μυτερός, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abis στα ελληνικά - άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
- abreviere στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- absent στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
- absint στα ελληνικά - αψέντι, το αψέντι, absinthe, αψενθίου, για αψέντι
Τυχαίες λέξεις
Abrupt στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, κοφτερός, οξυδερκής, κοφτός, μυτερός, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, κοφτερός, οξυδερκής, κοφτός, μυτερός, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο