Obişnuit στα ελληνικά

Μετάφραση: obişnuit, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, τακτικός, κοινός, ομαλός, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Obişnuit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • obiect στα ελληνικά - αντιτείνω, αντικείμενο, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
  • obiectiv στα ελληνικά - σκοπός, στόχος, στοχεύω, αποβλέπω, βλέψη, αντιτείνω, σκοπεύω, ...
  • oblic στα ελληνικά - πλάγιος, λοξός, λοξή, λοξό, λοξές
  • obliga στα ελληνικά - υποχρεώνω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Τυχαίες λέξεις
Obişnuit στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, τακτικός, κοινός, ομαλός, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη