Συνηθισμένος στα ρουμανικά

Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parc, islaz, comun, obişnuit, obișnuit, obicei, de obicei, obișnuită, uzuală
Συνηθισμένος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος

συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συνηθισμένος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορώ στα ρουμανικά - adept, pleda, invoca, pledează, pledeze, invoce
  • συνηθίζω στα ρουμανικά - obișnui, deprinde, obișnuiește
  • συνθέτης στα ρουμανικά - compozitor, compozitorul, compozitorului, compozitor de, de compozitor
  • συνθέτω στα ρουμανικά - sintetiza, sintetizeze, a sintetiza, sintetizează, sinteza
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: parc, islaz, comun, obişnuit, obișnuit, obicei, de obicei, obișnuită, uzuală