Pus στα ελληνικά

Μετάφραση: pus, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, τοποθετώ, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Pus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • purta στα ελληνικά - αποσπώ, αποκόβω, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
  • purtare στα ελληνικά - φέρσιμο, διαγωγή, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
  • pustiu στα ελληνικά - ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
  • pustnic στα ελληνικά - ασκητής, ερημίτης, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
Τυχαίες λέξεις
Pus στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, τοποθετώ, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε