Аббатство στα ελληνικά
Μετάφραση: аббатство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονή, αβαείο, Abbey, αβαείου, μοναστήρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аббат στα ελληνικά - μονή, αβαείο, ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
- аббатиса στα ελληνικά - ηγουμένη, ηγουμένη την, η ηγουμένη, ηγουμένης, Γερόντισσα
- аббревиатура στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- аббревиация στα ελληνικά - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
Τυχαίες λέξεις
Аббатство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονή, αβαείο, Abbey, αβαείου, μοναστήρι
Μεταφράσεις: μονή, αβαείο, Abbey, αβαείου, μοναστήρι