Божиться στα ελληνικά
Μετάφραση: божиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπολεμώ, μάχη, αγώνας, μάχομαι, ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις
- божество στα ελληνικά - αθάνατος, θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
- божий στα ελληνικά - θεϊκός, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- боится στα ελληνικά - φόβους, φόβοι, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων
- бой στα ελληνικά - ηχώ, δράση, χτυπώ, αγωνίζομαι, νικώ, δέρνω, καταπολεμώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Божиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, μάχη, αγώνας, μάχομαι, ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, μάχη, αγώνας, μάχομαι, ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν