Болеть στα ελληνικά

Μετάφραση: болеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, πόνος, άρρωστος, πονώ, διανύω, πληγώνω, αποπαίρνω, βρίσκομαι, τραυματίζω, λαχταρώ, χτυπώ, πόνο, πόνος στο, πόνο στο, άλγος
Болеть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болельщик στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, υποστηρικτής, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
  • болеро στα ελληνικά - μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού
  • болеутоляющий στα ελληνικά - αναλγητικός, αναλγητικό, αναλγητική, αναλγητικές, αναλγητικού, αναλγητικά
  • боливиец στα ελληνικά - Βολιβίας, της Βολιβίας, Βολιβιανός, Βολιβιανό, βολιβιανή
Τυχαίες λέξεις
Болеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, πόνος, άρρωστος, πονώ, διανύω, πληγώνω, αποπαίρνω, βρίσκομαι, τραυματίζω, λαχταρώ, χτυπώ, πόνο, πόνος στο, πόνο στο, άλγος