Бот στα ελληνικά

Μετάφραση: бот, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
Бот στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • босфор στα ελληνικά - Βόσπορο, Βόσπορος, Βοσπόρου, Bosphorus, στο Βόσπορο
  • босяк στα ελληνικά - αγύρτης, αλήτης, μόρτης, ελεύθερα φορτηγά πλοία, με ελεύθερα φορτηγά πλοία, ελεύθερα φορτηγά, με ελεύθερα φορτηγά
  • ботанизировать στα ελληνικά - βοτανολογώ, σπουδάζω τα φυτά
  • ботаник στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
Τυχαίες λέξεις
Бот στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών