Бухточка στα ελληνικά
Μετάφραση: бухточка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, γωνία, εσοχή, ρυάκι, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, όρμου, όρμος
Μεταφράσεις
- бухнуться στα ελληνικά - πέφτω, εκπίπτω, πτώση, τραβώ, ρίπτω ταχέως, σπρώχνω ταχέως, Plunk, ...
- бухта στα ελληνικά - κουλούρα, ρεύμα, πηνίο, νιφάδα, κόλπος, ρυάκι, κόλπο, ...
- бучить στα ελληνικά - απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
- бушевать στα ελληνικά - τρικυμία, βρυχώμαι, μανία, βρυχηθμός, ράμπα, λυσσομανώ, φουντώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Бухточка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, γωνία, εσοχή, ρυάκι, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, όρμου, όρμος
Μεταφράσεις: ρεύμα, γωνία, εσοχή, ρυάκι, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, όρμου, όρμος