Вмятина στα ελληνικά
Μετάφραση: вмятина, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθούλωμα, στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
Μεταφράσεις
- вмуровать στα ελληνικά - τοίχος, σε τοίχο, στον τοίχο, στο τοίχωμα, με το τοίχωμα, με τοίχο
- вмуровывать στα ελληνικά - τοίχος, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδόμηση, οικοδομήσει, κατασκευή
- вначале στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- вне στα ελληνικά - έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Τυχαίες λέξεις
Вмятина στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθούλωμα, στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
Μεταφράσεις: βαθούλωμα, στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent