Восторженный στα ελληνικά

Μετάφραση: восторженный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταρσιωμένος, ενθουσιασμένος, εκστατικός, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
Восторженный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • восторженно στα ελληνικά - φρενίτιδας
  • восторженность στα ελληνικά - μεταρσίωση, ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
  • восторжествовать στα ελληνικά - θρίαμβος, θριαμβεύω, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό
  • восточный στα ελληνικά - ανατολίτικος, ανατολικός, ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
Τυχαίες λέξεις
Восторженный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταρσιωμένος, ενθουσιασμένος, εκστατικός, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες