Выварить στα ελληνικά
Μετάφραση: выварить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, εκχύλισμα, βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вываривать στα ελληνικά - βράζω, περίληψη, σύνοψη, επιτομή, πέψης, προϊόν πέψης
- вывариваться στα ελληνικά - χωνεύω, περίληψη, σύνοψη, επιτομή, πέψης, προϊόν πέψης
- выварка στα ελληνικά - καταγωγή, εξάτμιση, εξαγωγή, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- выведение στα ελληνικά - αναπαραγωγή, τρέφω, επίπτωση, τέλος, συνέπεια, λήξη, συμπέρασμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Выварить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, εκχύλισμα, βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Μεταφράσεις: αποσπώ, εκχύλισμα, βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε