Высовываться στα ελληνικά
Μετάφραση: высовываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, εξέχουν, να προεξέχει
Μεταφράσεις
- высовывание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
- высовывать στα ελληνικά - μπήγω, προωθώ, ώθηση, εξέχω, προάγω, σπρώξιμο, χωμένος, ...
- высокий στα ελληνικά - οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ...
- высоко στα ελληνικά - ψηλός, ψηλά, υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
Τυχαίες λέξεις
Высовываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, εξέχουν, να προεξέχει
Μεταφράσεις: κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, εξέχουν, να προεξέχει