Гать στα ελληνικά
Μετάφραση: гать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράσπεδο, τάφρος, φραγμός, ανάχωμα, φράγμα, κλειδαριά, ανυψωμένος δρόμος, υψωμένη οδός, Causeway, υπερυψωμένο μονοπάτι, υψωμένος δρόμος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гастрономия στα ελληνικά - γαστρονομία, γαστρονομίας, τη γαστρονομία, της γαστρονομίας, Gastronomy
- гастроэнтерит στα ελληνικά - γαστρεντερίτιδα, γαστρεντερίτιδας, της γαστρεντερίτιδας, γαστρεντερίτιδας που, γαστρεντερίτιδα από
- гаубица στα ελληνικά - ολμοβόλο, howitzer, οβιδοβόλο, οβιδοβόλα
- гауптвахта στα ελληνικά - φυλάκιο, φυλάκιο του, φυλακίου, και φυλάκιο
Τυχαίες λέξεις
Гать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράσπεδο, τάφρος, φραγμός, ανάχωμα, φράγμα, κλειδαριά, ανυψωμένος δρόμος, υψωμένη οδός, Causeway, υπερυψωμένο μονοπάτι, υψωμένος δρόμος
Μεταφράσεις: κράσπεδο, τάφρος, φραγμός, ανάχωμα, φράγμα, κλειδαριά, ανυψωμένος δρόμος, υψωμένη οδός, Causeway, υπερυψωμένο μονοπάτι, υψωμένος δρόμος