Гондола στα ελληνικά
Μετάφραση: гондола, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гон στα ελληνικά - ασχολία, κυνηγώ, ζέστη, ραντίζω, καταδίωξη, τρέχω, θερμαίνω, ...
- гонг στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, γκονγκ, Gong, Το γκονγκ, του γκονγκ, Ενέργεια Καλλιέργειας
- гондольер στα ελληνικά - γονδολιέρης, γονδολιέρη, γονδολιέρηδες
- гондурас στα ελληνικά - Ονδούρα, Ονδούρας, την Ονδούρα, της Ονδούρας
Τυχαίες λέξεις
Гондола στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola
Μεταφράσεις: γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola