Гребок στα ελληνικά

Μετάφραση: гребок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, εγκεφαλικό, χτύπημα, χαϊδεύω, απεργία, κουπί, πτερύγιο, αναδευτήρα, με πτερύγια, κουτάλας
Гребок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гребешок στα ελληνικά - χτένα, χτενίζω, οικόσημο, χτένι, χτένια, χτενιών, για χτένια, ...
  • гребля στα ελληνικά - καβγάς, σειρά, κωπηλατώ, κωπηλασία, κωπηλασίας, κουπιά, με κουπιά, ...
  • гребчиха στα ελληνικά - grebchiha
  • гребёнка στα ελληνικά - χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
Τυχαίες λέξεις
Гребок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, εγκεφαλικό, χτύπημα, χαϊδεύω, απεργία, κουπί, πτερύγιο, αναδευτήρα, με πτερύγια, κουτάλας