Далекий στα ελληνικά
Μετάφραση: далекий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομακρυσμένος, απόμακρος, ακραίος, ψυχρός, μακριά, απόκεντρος, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дал στα ελληνικά - δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
- далее στα ελληνικά - μακρύτερος, έπειτα, περαιτέρω, επόμενος, τότε, παραπέρα, μετά, ...
- далеко στα ελληνικά - μακριά, πολύ μακριά, πιο μακριά, μακρυά, μακρινή
- даллас στα ελληνικά - Ντάλας, Ντάλλας, dallas, των dallas, του Ντάλλας
Τυχαίες λέξεις
Далекий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, απόμακρος, ακραίος, ψυχρός, μακριά, απόκεντρος, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, απόμακρος, ακραίος, ψυχρός, μακριά, απόκεντρος, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής