Двоеженство στα ελληνικά

Μετάφραση: двоеженство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
Двоеженство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • двоедушный στα ελληνικά - δίγνωμους
  • двоеженец στα ελληνικά - δίγαμος
  • двоежёнец στα ελληνικά - διγαμία, dvoezhёnets
  • двоемужие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
Τυχαίες λέξεις
Двоеженство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία