Диковинный στα ελληνικά
Μετάφραση: диковинный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονός, θαυμάσιος, υπέροχος, τεράστιος, περίεργος, αξιοσημείωτος, παράξενος, απόμακρος, ξενοφανής, αλλόκοτα, ξενόφερτοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- диковина στα ελληνικά - περιέργεια, την περιέργεια, περιέργειά, περιέργειας, την περιέργειά
- диковинка στα ελληνικά - κόλπο, τέχνασμα, τέχνασμα για, τεχνασμάτων
- дикорастущий στα ελληνικά - άγριος, agrestic
- дикость στα ελληνικά - ατολμία, δειλία, ντροπαλότητα, αγριάδα, αγριότητα, αγριάδας, wildness, ...
Τυχαίες λέξεις
Диковинный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονός, θαυμάσιος, υπέροχος, τεράστιος, περίεργος, αξιοσημείωτος, παράξενος, απόμακρος, ξενοφανής, αλλόκοτα, ξενόφερτοι
Μεταφράσεις: μονός, θαυμάσιος, υπέροχος, τεράστιος, περίεργος, αξιοσημείωτος, παράξενος, απόμακρος, ξενοφανής, αλλόκοτα, ξενόφερτοι