Догнивать στα ελληνικά
Μετάφραση: догнивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Μεταφράσεις
- догматичный στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
- догнать στα ελληνικά - προσπερνώ, ξεπερνώ, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
- договаривать στα ελληνικά - τέλος, περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, ...
- договариваться στα ελληνικά - θεραπεύω, τακτοποιώ, μεταχειρίζομαι, κανονίζω, διαπραγματεύομαι, διορίζω, κέρασμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Догнивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Μεταφράσεις: σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν