Должный στα ελληνικά
Μετάφραση: должный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- должностной στα ελληνικά - αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
- должность στα ελληνικά - σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, ...
- доливание στα ελληνικά - συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, τη συμπλήρωση, συμπληρωματική κάλυψη, συμπληρωματικής προσφυγής
- доливать στα ελληνικά - προσθέτω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
Τυχαίες λέξεις
Должный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Μεταφράσεις: πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται