Древний στα ελληνικά

Μετάφραση: древний, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, σεπτός, πρωτόγονος, αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
Древний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • древнегреческий στα ελληνικά - αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
  • древнееврейский στα ελληνικά - Εβραϊκά, εβραϊκή, Εβραϊκό, Hebrew, Εβραϊκής
  • древность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
  • древо στα ελληνικά - δέντρο, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Τυχαίες λέξεις
Древний στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, σεπτός, πρωτόγονος, αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων