Жерло στα ελληνικά
Μετάφραση: жерло, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυλός, στόμα, κρατήρας, σωλήνας, πίπα, στόμιο, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жеребячий στα ελληνικά - coltish
- жеребёнок στα ελληνικά - πουλάρι, πώλου, το πουλάρι, foal, πουλαριού
- жернов στα ελληνικά - ακόνι, μυλόπετρα, μυλόπετρας, millstone, θηλιά, μυλόλιθος
- жертва στα ελληνικά - σάρκα, κρέας, βαθμός, σημαίνω, θυσιάζω, σημειώνω, θύμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Жерло στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυλός, στόμα, κρατήρας, σωλήνας, πίπα, στόμιο, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
Μεταφράσεις: αυλός, στόμα, κρατήρας, σωλήνας, πίπα, στόμιο, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό