Στόμα στα ρωσικά

Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уста, рот, жерло, устье, вход, пасть, горлышко, горловина, рта, рту, во рту
Στόμα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόμα

στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας ρωσικά, στόμα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • στόκος στα ρωσικά - замазка, шпаклёвка, мастика, порошок, шпатлевка, шпаклевка, шпатлевки, ...
  • στόλος στα ρωσικά - быстрый, быстроногий, быстротечный, парк, флотилия, автопарк, флот, ...
  • στόμιο στα ρωσικά - сопло, рот, насадок, жиклер, отверстие, проход, устье, ...
  • στόχος στα ρωσικά - мишень, задание, цель, целевой, целевая, целевого
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: уста, рот, жерло, устье, вход, пасть, горлышко, горловина, рта, рту, во рту