Жестикулировать στα ελληνικά
Μετάφραση: жестикулировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρονομία, χειρονομώ, γνέφω, χειρονομούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жеруха στα ελληνικά - κάρδαμο, νεροκάρδαμο, το νεροκάρδαμο, κάρδαμου, το κάρδαμο
- жест στα ελληνικά - γνέφω, μετακομίζω, κίνηση, κινώ, χειρονομία, χειρονομώ, σαλεύω, ...
- жестикуляция στα ελληνικά - χειρονομία, gesticulation, χειρονομίες, νεύματα
- жесткий στα ελληνικά - ξηρός, σταθερός, αδιάλλακτος, αγενής, αυστηρός, δριμύς, τραχύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Жестикулировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρονομία, χειρονομώ, γνέφω, χειρονομούν
Μεταφράσεις: χειρονομία, χειρονομώ, γνέφω, χειρονομούν