Заводить στα ελληνικά
Μετάφραση: заводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρνω, παίρνω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- завод στα ελληνικά - μύλος, αλέθω, φυτεύω, φυτό, εργοστάσιο, φυτών, φυτού, ...
- заводила στα ελληνικά - βασίλισσα, πρωτεργάτη, επικεφαλής, ηγετικό, επί κεφαλής, ηγετικό ρόλο
- заводиться στα ελληνικά - αποκτώ, διαφαίνομαι, φαίνομαι, παίρνω, φωλιάζω, εμφανίζομαι, φωλιά, ...
- заводной στα ελληνικά - ζωηρός, ομαλά, ρολόι, άριστα, το μηχανισμό, ρολογιού
Τυχαίες λέξεις
Заводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρνω, παίρνω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
Μεταφράσεις: φέρνω, παίρνω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης