Законный στα ελληνικά
Μετάφραση: законный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλός, νόμιμος, δικαστικός, ισχύων, ξανθός, πανηγύρι, δίκαιος, θεμιτός, αγαθός, δικανικός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бойкость στα ελληνικά - προθυμία, κέφι, ευχέρεια, ζωντάνια, ευκολία, γρηγοράδα, ανειλικρινής πολυλογία, ...
- бычок στα ελληνικά - καθοδηγώ, Goby, Μαυρογωβιός, γοβιούς, τους γοβιούς, είναι γοβιούς
- вкладыш στα ελληνικά - θάμνος, μαξιλάρι, επένδυση, τακτικών γραμμών, επένδυσης, επενδύσεως, χιτώνιο
- дисциплинированность στα ελληνικά - πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Τυχαίες λέξεις
Законный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλός, νόμιμος, δικαστικός, ισχύων, ξανθός, πανηγύρι, δίκαιος, θεμιτός, αγαθός, δικανικός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Μεταφράσεις: καλός, νόμιμος, δικαστικός, ισχύων, ξανθός, πανηγύρι, δίκαιος, θεμιτός, αγαθός, δικανικός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο