Закрепка στα ελληνικά
Μετάφραση: закрепка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, κουρεύω, καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα
Μεταφράσεις
- глоссарий στα ελληνικά - ερμηνεία, εξήγηση, λούστρο, γλωσσάριο, Γλωσσάρι, Γλωσσάρι Α, γλωσσαρίου, ...
- голубушка στα ελληνικά - περιστέρι, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
- грейфер στα ελληνικά - κουβάς, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
- двухосновный στα ελληνικά - διβασικός, διβασικό, διβασικού, διβασικά, διβασικών
Τυχαίες λέξεις
Закрепка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, κουρεύω, καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, συνδετήρας, πόρπη, κουρεύω, καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα