Замедлять στα ελληνικά
Μετάφραση: замедлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβραδύνω, λάσκος, μέτριος, καθυστερώ, κρατώ, μετριάζω, χαλαρός, αργοκίνητος, λασκάρω, μετριοπαθής, μπόσικος, μολάρω, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- айсберг στα ελληνικά - παγόβουνο, παγόβουνου, iceberg, το παγόβουνο, παγόβουνων
- беситься στα ελληνικά - οργή, φουντώνω, λυσσομανώ, μανία, οργής, την οργή, η οργή
- двоеборье στα ελληνικά - αρπάζω, διπλή, διπλά, διπλό, διπλής, διπλού
- доминирующий στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
Τυχαίες λέξεις
Замедлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, λάσκος, μέτριος, καθυστερώ, κρατώ, μετριάζω, χαλαρός, αργοκίνητος, λασκάρω, μετριοπαθής, μπόσικος, μολάρω, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, λάσκος, μέτριος, καθυστερώ, κρατώ, μετριάζω, χαλαρός, αργοκίνητος, λασκάρω, μετριοπαθής, μπόσικος, μολάρω, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την