Импульсивность στα ελληνικά

Μετάφραση: импульсивность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαταλείπω, παρατάω, αυθορμητισμός, ορμή, βιασύνη, αυθόρμητη ενέργεια, παρορμητικότητα, αυθορμητισμό, η παρορμητικότητα, την παρορμητικότητα
Импульсивность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аболиционист στα ελληνικά - κατάργηση της θανατικής ποινής, καταργήσει τη θανατική ποινή, ρεφορμιστής, Έχει καταργηθεί, καταργήσει
  • вильям στα ελληνικά - Γουλιέλμος, William, Γουίλιαμ, Ο William, Ουίλιαμ
  • вытрезвиться στα ελληνικά - γίνομαι, αρμόζω, vytrezvitsya
  • дробильщик στα ελληνικά - διακόπτης, διακόπτη, διακόπτη προστασίας, προστασίας αγωγών, σπάσιμο
Τυχαίες λέξεις
Импульсивность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, παρατάω, αυθορμητισμός, ορμή, βιασύνη, αυθόρμητη ενέργεια, παρορμητικότητα, αυθορμητισμό, η παρορμητικότητα, την παρορμητικότητα