Инвентарь στα ελληνικά

Μετάφραση: инвентарь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογαριασμός, ράμφος, παρακρατώ, λίστα, απόθεμα, νομοσχέδιο, απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος
Инвентарь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бытность στα ελληνικά - μένω, όταν ήταν, Σε ηλικία, Οταν ήταν, όταν αυτός ήταν
  • всадник στα ελληνικά - αναβάτης, ιππότης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
  • гадалка στα ελληνικά - μαντοσύνη, μάγισσα, προφήτης, μάντης, μάντισσα, Fortune Teller, μάντισσας, ...
  • дурачество στα ελληνικά - βλακεία, ηλιθιότης, ηλιθιότητα
Τυχαίες λέξεις
Инвентарь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογαριασμός, ράμφος, παρακρατώ, λίστα, απόθεμα, νομοσχέδιο, απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος