Интервент στα ελληνικά
Μετάφραση: интервент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, μεσολάβηση, παρεμβαίνουσα, παρεμβαίνων, παρεμβαίνον, παρεμβαίνουσας, παρεμβαίνοντος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брюзжание στα ελληνικά - αποπαίρνω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
- дорабатывать στα ελληνικά - τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, τέλος, τελειώσω, τελειώσει από, ολοκληρώσω, ...
- единовременный στα ελληνικά - μοναδικός, μονός, μόνος, ασυνήθιστος, ανύπαντρος, μονόκλινος, εφάπαξ, ...
- желудочный στα ελληνικά - γαστρικός, στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
Τυχαίες λέξεις
Интервент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρεμβαίνουσα, παρεμβαίνων, παρεμβαίνον, παρεμβαίνουσας, παρεμβαίνοντος
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρεμβαίνουσα, παρεμβαίνων, παρεμβαίνον, παρεμβαίνουσας, παρεμβαίνοντος