Калякать στα ελληνικά
Μετάφραση: калякать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλυαρώ, κουβεντιάζω, τρίζω, κουβέντα, kalyakat
Μεταφράσεις
- бенефиций στα ελληνικά - εκκλησιαστικό χορήγημα εφημέριου, εφημέριου, πρόσοδο εφημέριου
- беременеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, μείνετε έγκυος, έγκυος, μείνουν έγκυες, μείνει έγκυος, να μείνουν έγκυες
- брус στα ελληνικά - υποκρισία, αχτίδα, καδρόνι, ξυλεία, βέργα, ραβδί, κοντάρι, ...
- доблестный στα ελληνικά - επίφοβος, γενναίος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες
Τυχαίες λέξεις
Калякать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλυαρώ, κουβεντιάζω, τρίζω, κουβέντα, kalyakat
Μεταφράσεις: φλυαρώ, κουβεντιάζω, τρίζω, κουβέντα, kalyakat