Капитулировать στα ελληνικά
Μετάφραση: капитулировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίδω, παράδοση, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аппендикс στα ελληνικά - προσάρτημα, παράρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
- болиголов στα ελληνικά - κώνειο, hemlock, το κώνειο, κώνειον, τσούγα
- ежеминутно στα ελληνικά - συνεχώς, προσωρινά, κάθε, σε κάθε, ανά, όλα, όλες
- жадно στα ελληνικά - άπληστα, λαίμαργα, greedily, απληστία, αχόρταγα
Τυχαίες λέξεις
Капитулировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίδω, παράδοση, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή
Μεταφράσεις: παραδίδω, παράδοση, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή