Комик στα ελληνικά
Μετάφραση: комик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμα, εξυπνάδα, κωμικός, αστείος, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός
Μεταφράσεις
- братоубийство στα ελληνικά - αδελφοκτονία, αδελφοκτονίες, η αδελφοκτονία, αδελφοκτόνες, αδελφοκτονίας
- гроза στα ελληνικά - τρικυμία, συμφορά, τρόμος, κίνδυνος, όλεθρος, καταστροφή, καταιγίδα, ...
- двоемужие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
- динамитный στα ελληνικά - dynamitic
Τυχαίες λέξεις
Комик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμα, εξυπνάδα, κωμικός, αστείος, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός
Μεταφράσεις: πνεύμα, εξυπνάδα, κωμικός, αστείος, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός