Корениться στα ελληνικά
Μετάφραση: корениться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίζα, ρίζας, root, ριζικό, ριζών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бомбометатель στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
- вегетарианец στα ελληνικά - χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά
- вице-консул στα ελληνικά - υποπρόξενο, υποπρόξενος, υποπρόξενου, ανθύπατος, ανθύπατο
- должность στα ελληνικά - σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Корениться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίζα, ρίζας, root, ριζικό, ριζών
Μεταφράσεις: ρίζα, ρίζας, root, ριζικό, ριζών