Лацкан στα ελληνικά

Μετάφραση: лацкан, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέτο, ρεβέρ, πετό, πέτου, το πέτο
Лацкан στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анализирует στα ελληνικά - αναλύσεις, αναλύσεων, αναλύει, ανάλυση, τις αναλύσεις
  • бета στα ελληνικά - βήτα, β, beta, βητα
  • брильянт στα ελληνικά - κουνώ, πέτρα, ροκ, διαμάντι, έξοχος, λαμπερός, φανταστικός, ...
  • ежегодно στα ελληνικά - ετησίως, ετήσια, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
Τυχαίες λέξεις
Лацкан στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέτο, ρεβέρ, πετό, πέτου, το πέτο