Леденящий στα ελληνικά
Μετάφραση: леденящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοβερός, παγωμένος, φρικιαστικός, πάγωμα, δέσμευση, κατάψυξη, κατάψυξης, ψύξης
Μεταφράσεις
- атональный στα ελληνικά - χωρίς μουσικήν κλείδα, ατονική, ατονικά, ατονικό, ατονικής
- безатомный στα ελληνικά - nonatomic
- бирманка στα ελληνικά - Βιρμανίας, της Βιρμανίας, βιρμανικές, βιρμανικό, βιρμανική
- вырубиться στα ελληνικά - αμυδρός, λιποθυμώ, περικόψει, κόβονται, περιορίσει, μειώσει, μειώσουν
Τυχαίες λέξεις
Леденящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοβερός, παγωμένος, φρικιαστικός, πάγωμα, δέσμευση, κατάψυξη, κατάψυξης, ψύξης
Μεταφράσεις: φοβερός, παγωμένος, φρικιαστικός, πάγωμα, δέσμευση, κατάψυξη, κατάψυξης, ψύξης