Ликующий στα ελληνικά
Μετάφραση: ликующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθουσιώδης, εύθυμος, περιχαρής, χαρούμενος, νικηφόρος, θριαμβευτικός, ευτυχισμένος, φαιδρός, ενθουσιώδεις, χαρούμενοι, περιχαρείς, θριαμβευτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бастующий στα ελληνικά - εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές, χαρακτηριστικό
- воспроизвестись στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, ...
- где στα ελληνικά - που, όπου, όταν, εφόσον
- дома στα ελληνικά - σπίτι, στο σπίτι, στο σπίτι σας, στο εσωτερικό, το σπίτι
Τυχαίες λέξεις
Ликующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθουσιώδης, εύθυμος, περιχαρής, χαρούμενος, νικηφόρος, θριαμβευτικός, ευτυχισμένος, φαιδρός, ενθουσιώδεις, χαρούμενοι, περιχαρείς, θριαμβευτική
Μεταφράσεις: ενθουσιώδης, εύθυμος, περιχαρής, χαρούμενος, νικηφόρος, θριαμβευτικός, ευτυχισμένος, φαιδρός, ενθουσιώδεις, χαρούμενοι, περιχαρείς, θριαμβευτική