Месить στα ελληνικά
Μετάφραση: месить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμιγνύω, λούτσα, μαλάζω, ανακατεύω, ανακατώνω, φρενάρω, λιμνούλα, φρένο, τροχοπεδώ, μίγμα, μαλάσσω, ζυμώνουμε, ζυμώστε, ζυμώνετε, ζυμώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валяльщик στα ελληνικά - πληρέστερη, αναπτύσσονται διεξοδικώς, συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς, πληρέστερης, πληρέστερο
- выбриться στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
- выступление στα ελληνικά - επενέργεια, αγωγή, δήλωση, ακτινοβολία, υπολογισμός, χείλος, διάβημα, ...
- гербоведение στα ελληνικά - οικοσημολογία, gerbovedenie
Τυχαίες λέξεις
Месить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμιγνύω, λούτσα, μαλάζω, ανακατεύω, ανακατώνω, φρενάρω, λιμνούλα, φρένο, τροχοπεδώ, μίγμα, μαλάσσω, ζυμώνουμε, ζυμώστε, ζυμώνετε, ζυμώνουν
Μεταφράσεις: αναμιγνύω, λούτσα, μαλάζω, ανακατεύω, ανακατώνω, φρενάρω, λιμνούλα, φρένο, τροχοπεδώ, μίγμα, μαλάσσω, ζυμώνουμε, ζυμώστε, ζυμώνετε, ζυμώνουν