Мирить στα ελληνικά
Μετάφραση: мирить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабуин στα ελληνικά - κυνοπίθηκος, βαβουίνος, μπαμπουϊνο, βαβουίνο, μπαμπουίνου
- бизань-мачта στα ελληνικά - οδηγός, mizzenmast
- вегетация στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
- демос στα ελληνικά - demos, επιδείξεις, δήμος, δήμο, δήμου
Τυχαίες λέξεις
Мирить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Μεταφράσεις: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί